αδενδροτόμητος

αδενδροτόμητος
-η, -ο [δενδροτομώ]
(για τόπο) αυτός που δεν δενδροτομήθηκε, που δεν υλοτομήθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδενδροτόμητος — η, ο τόπος ή περιοχή που δεν κόπηκαν τα δέντρα: Στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου λίγες περιοχές στην Αττική έμειναν αδενδροτόμητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεντροτόμητος — η, ο [δεντροτομώ] βλ. αδενδροτόμητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”